-
1 αποσκεδαννυμι
(fut. ἀποσκεδῶ)1) рассеивать, разгонять(τινάς Hom.; καπνόν Plut.)
2) перен. удалять от себя, отгонять(μύσος Soph.; τὰ μίση καὴ τὰς διαβολάς τινος Plut.)
3) pass. разбегаться ; убегать, удаляться(ἀπὸ τοῦ στρατοπέδου Xen.)
4) med. отстранять от себя(τὸν φλύαρον Plat.)
-
2 προσαναπλάσσω
II invent besides,ὅτι.. S.E.M.11.158
; ascribe,αὐχένα τῷ θεῷ Ph.1.226
, al.;Διὶ φλύαρον ἦθος Eust.1387.22
([voice] Med.);τὰς γραφὰς ταῖς ἐξηγήσεσι Gal.17(2).257
:—[voice] Pass., Longin.7.1, Corn.ND34, Palaeph.15.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προσαναπλάσσω
-
3 ἀποσκεδάννυμι
A- σκεδω?ἀποσκεδάννυμιX S.OT 138
(poet. alsoἀποκεδ- A.R.3.1360
, tm.):—scatter abroad, disperse,ἄλλους μὲν ἀπεσκέδασεν βασιλῆας Il.19.309
;ψυχὰς μὲν ἀπεσκέδασ' ἄλλυδις ἄλλῃ Od.11.385
; ; ἀ.μύσος S.l.c.; ἀντιπάλων ὕβριν ἀπεσκέδασαν Epigr. ap. D.18.289:—[voice] Pass., to be scattered,τῶν ἐκ Τροίης ἀποσκεδασθέντων Hdt.7.91
; straggle away from,ἀπὸ τοῦ στρατοπέδου X.An.4.4.9
;τῆς φάλαγγος Id.HG5.4.42
: —[voice] Med., repel and scatter,τὸν τοιόνδε φλύαρον Pl.Ax. 365e
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀποσκεδάννυμι
Перевод: с греческого на все языки
со всех языков на греческий- Со всех языков на:
- Греческий
- С греческого на:
- Все языки
- Английский
- Русский